Χαρακτηριστικά | |
Ύψος | 40cm |
Πλάτος | 60cm |
Ανθοφορία | Ιούλιο - Αύγουστο |
Χρώμα | Πράσινο - Λευκό |
Ζώνη καλλιέργειας | 7-8-9-10 |
Φως | Ήλιος |
Νερό | Μέτριο |
Ελάχιστη θερμοκρασία | -15°C |
Έδαφος | Αμμώδες - Πηλώδες - Χονδρόκοκκο οργανικό - Οργανικό χουμώδες - Βελτιωμένο αργιλώδες |
Crinum amoenum
Οικογένεια: Amaryllidaceae
Περιγραφή
Πρόκειται για ένα πολυετές, ποώδες είδος που προέρχεται από την νοτιανατολική Ασία (Ινδία, Νεπάλ, Μπαγκλαντές, Μυανμάρ), όπου φύεται σε υγρές τοποθεσίες όπως όχθες ποταμών. Γνωστό και ως Crinum himalense ή Crinum verecundum. Όπως και τα υπόλοιπα μέλη του γένους, αποτελεί γεωφυτικό είδος, το οποίο διαχειμάζει με τη μορφή βολβών. Τα φύλλα του είναι αρκετά μεγάλα (μήκους 10 έως 12 cm) και πλατιά (2,5 έως 4 cm), έχουν επίμηκες λογχοειδές σχήμα, έντομο πράσινο χρώμα και φέρονται σε πλούσιους, πυκνούς θυσάνους ύψους 30 έως 40 cm και μήκους 60 cm. Τα εξαιρετικά εντυπωσιακά, πολύ μεγάλα αρωματικά άνθη του αποτελούνται από 6 επιμήκη, στενά πέταλα λευκού χρώματος και τον ίδιο αριθμό λεπτοφυών στημόνων βυσσινί χρώματος. Εμφανιζόμενα από τον Ιούλιο έως τον Αύγουστο, φέρονται επάκρια ισχυρών στελεχών ύψους 70 έως 90 cm σε σκιαδιοειδείς, πυκνές ταξιανθίες των 6 έως 12.
Καλλιέργεια
Είναι φυτό με σχετικά έντονη ανάπτυξη, ιδιαίτερα σκληρό, ευπροσάρμοστο κι ανθεκτικό στις κατάλληλες συνθήκες καλλιέργειας. Αναπτύσσεται εξαιρετικά σε προσήλιες, φωτεινές θέσεις, όμως σε θερμά κλίματα αποδίδει καλύτερα σε συνθήκες ελαφράς σκίασης και προστασίας από τον έντονο μεσημεριανό ήλιο. Προτιμά τα ελαφριά, πλούσια, στραγγερά αλλά όχι ξηρά αμμώδη έως αμμοπηλώδη εδάφη. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η παροχή ικανοποιητικής ποσότητας νερού τους θερμότερους μήνες του χρόνου, έλλειψη της οποίας οδηγεί σε ξήρανση των φύλλων και φτωχή ανάπτυξη. Από τα πιο ψυχροανθεκτικά είδη του γένους του, αντέχει σε ελάχιστες θερμοκρασίες μέχρι - 15 °C τουλάχιστον, με τα φυτά να νεκρώνουν το μεγαλύτερο μέρος των φύλλων τους. Πρόκειται για φυτό ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού, ιδιαίτερα όταν προστατεύεται από τον έντονο μεσημεριανό ήλιο. Κατά την εγκατάστασή του, ο λαιμός του βολβού θα πρέπει να παραμένει έξω από το έδαφος. Πρόκειται για φυτό με ελάχιστες καλλιεργητικές απαιτήσεις, το οποίο μάλιστα σχηματίζει αργά αυξανόμενες συστάδες. Το χειμώνα θα πρέπει να αφαιρούνται τα νεκρά φύλλα, ιδιαίτερα σε περιοχές με ψυχρές και υγρές συνθήκες. Τα ποτίσματα θα πρέπει να αραιώνουν μετά την ολοκλήρωση της ανθοφορίας και έως και την άνοιξη, όπου σταδιακά αυξάνονται καθώς το φυτό εισέρχεται σε νέο κύκλο ανάπτυξης. Πολλαπλασιάζεται με διαίρεση των πλευρικών βολβιδίων κάθε 5 έως 7 χρόνια, η οποία πραγματοποιείται στις αρχές του φθινοπώρου, καθώς και με σπόρο, ο οποίος σπέρνεται την άνοιξη.
Χρήσεις
Αυτό το ιδιαίτερα εντυπωσιακό βολβώδες φυτό θυμίζει έντονα το συγγενικό Crinum asiaticum, από το οποίο ξεχωρίζει κυρίως για τα μεγαλύτερα άνθη του και τα στενότερα φύλλα του. Όπως και τα υπόλοιπα μέλη του γένους του, συνίσταται ιδιαίτερα για τη φύτευσή του υγρές τοποθεσίες όπως όχθες λιμνών και άλλων υδάτινων στοιχείων, όπου δημιουργεί εντυπωσιακές συστάδες, καθώς και για τη συμμετοχή του σε μεικτές πολυετείς φυτεύσεις όπως μπορντούρες και παρτέρια, προσδίδοντας έναν εξωτικό χαρακτήρα. Εξαιρετική επιλογή και ως γλαστρόφυτο σε φωτεινά μπαλκόνια και βεράντες, όπου συχνά παρατηρείται πλουσιότερη άνθιση όταν αποφεύγεται η μεταφύτευσή του και εγκαθίσταται σε φυτοπεριέκτες μεγάλου όγκου. Τα άνθη του είναι ελκυστικά για έντομα-επικονιαστές όπως οι πεταλούδες και οι νυκτοπεταλούδες. Όπως και τα υπόλοιπα είδη του γένους του, αποτελεί εξαιρετικά τοξικό φυτό λόγω των αλκαλοειδών που περιέχει σε όλα τα μέρη του, ενώ υπάρχουν αναφορές ότι επαφή με τον οπό μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό του δέρματος.